ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος
η , ο [ος , ον ]
1) одинокий, не имеющий компании, пары, товарища; 2) см. ασυντρόφιαστος 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασυντρόφευτος" в других словарях:

  • ασυντρόφευτος — ασυντρόφευτος, η, ο και ασυντρόφιαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει μόνιμο ή προσωρινό σύντροφο: Όλα αυτά τα χρόνια είχε μείνει μόνος κι ασυντρόφευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυντρόφευτος — η, ο αυτός που δεν έχει σύντροφο ή συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …   Dictionary of Greek

  • παραταίρι — το αυτός που στερείται από τον σύντροφο του στο ζευγάρι, αυτός που δεν έχει σύντροφο, ο ασυντρόφευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ταίρι] …   Dictionary of Greek

  • ασυνόδευτος — η, ο ο χωρίς συνοδό, ασυντρόφευτος: Στην εποχή μας τα κορίτσια γυρίζουν ασυνόδευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»